- λινόστροφος
- λῐνό-στροφος, ον,A twisted of flax,
θῶμιγξ Opp.H.3.76
.II -στροφον, τό, = marrubium, Plin.HN20.241, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θῶμιγξ Opp.H.3.76
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λινόστροφος — λινόστροφος, ον (Α) 1. πλεγμένος με λινάρι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λινόστροφον το φυτό πράσιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στροφος (< στρέφω), πρβλ. αργό στροφος, εύ στροφος] … Dictionary of Greek
λινόστροφον — λινόστροφος twisted of flax masc/fem acc sg λινόστροφος twisted of flax neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek